Sub tuum praesidium — Beneath thy compassion (Greek: polytonic|Ὑπὸ τὴν σὴν εὐσπλαγχνίαν; Latin: Sub tuum praesidium) is the oldest extant hymn to the Theotokos (Blessed Virgin Mary).HistoryThe earliest text of this hymn was found in a Coptic Orthodox Christmas liturgy … Wikipedia
María (madre de Jesús) — Para María (desambiguación), véase María. Para el artículo sobre la veneración católica a María, madre de Dios, véase Bienaventurada Virgen María. María, madre de Jesús María en su advocaci … Wikipedia Español
мольба — МОЛЬБ|А (170), Ы с. 1. Мольба, просьба; прошение: Милѹ˫а же ѹбогы˫а съ б҃лгословленьѥмь приѧтъ будеть i мольба ѥго до облакъ доидеть. (ἡ δέησις) Изб 1076, 144 об.; ѹнѥ ѥсть мольбою того молити. да бы възвратилъ брата си || въ область свою. ЖФП… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… … Dictionary of Greek
ίκτωρ — ἵκτωρ, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ο ικέτης 2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ, πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
αντικαταπέμπω — ἀντικαταπέμπω (AM) στέλνω (προς τη γη) κάτι ως ανταμοιβή της ικεσίας που αναπέμφθηκε προς τον ουρανό … Dictionary of Greek
γονατίζω — (AM γονατίζω) [γόνυ] 1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα, στηρίζω το βάρος τού σώματος μου στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας, υποταγής 2. αναγκάζω ή κάνω κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν υἱόν του») νεοελλ. 1. πέφτω στα γόνατα από… … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… … Dictionary of Greek
ευχετικός — ή, ό και ευχητικός, ή, ό [ευχέτης] 1. αυτός που αναφέρεται στην ευχή, που περιέχει ή εκφράζει ευχή, ευχετήριος («ευχετική επιστολή») 2. αυτός που λέγεται για ευχή, ικεσία, παράκληση 3. το ουδ. ως ουσ. το ευχετικό το ευχετήριο, γραπτή έκφραση… … Dictionary of Greek